λασιότης

λασιότης
λᾰσῐό-της, ητος, ,
A shagginess, Eust.1638.39.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λασιότης — λασιότης, ητος, ἡ (Α) [λάσιος] η δασύτητα, το τριχωτό …   Dictionary of Greek

  • λασιότητα — λασιότης shagginess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασιότητι — λασιότης shagginess fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”